Οι αλληλεπιδράσεις μας και η καθημερινότητά μας βασίζεται στην επικοινωνία μεταξύ μας. Οι σχέσεις μας στηρίζονται σε αυτήν και από το πόσο είμαστε διατεθειμένοι να την βελτιώσουμε και παράλληλα και αυτές μαζί. Κάποιες φορές δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε τη σκέψη μας στον απέναντί μας ή και «χάνουμε τα λόγια μας». Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ένας τρόπος να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε χωρίς να πληγώσουμε/νευριάσουμε/αναστατώσουμε τον άλλον που μας ακούει. Ένα μικρό αλλά σημαντικό «κόλπο» σε αυτό θα μπορούσε να ήταν η ικανότητά μας για ενσυναίσθηση.
Ενσυναίσθηση, δηλαδή το να μπορέσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου και να κατανοήσουμε πως μπορεί να νιώθει, είναι μία ικανότητα που όλοι μας λίγο ή πολύ την έχουμε, όμως χρειάζεται εξάσκηση. Όπως και σε πολλά άλλα θέματα, μπορεί να μας ωφελήσει και στην επικοινωνία μας. Όταν για παράδειγμα δυσκολευόμαστε να πούμε κάτι στον απέναντί μας θα ήταν χρήσιμο να αναρωτηθούμε πώς θα θέλαμε να το ακούσουμε εμείς εάν ήμασταν στη θέση του.
Ένα καθημερινό παράδειγμα, για να το κατανοήσουμε λίγο καλύτερα, είναι μία επίσκεψη στον γιατρό για εξετάσεις. Σε μία τέτοια κατάσταση υπάρχει πάντα η ανησυχία μην συμβαίνει κάτι σοβαρό με την υγεία μας και ο γιατρός χρειάζεται να προσέξει πως θα μας πει τα αποτελέσματα για να μπορέσει να περιορίσει την ανησυχία μας. Αν σκεφτούμε δύο εκδοχές μίας ίδιας περίπτωσης όπου ο γιατρός χρειάζεται να μας αναφέρει ότι θα χρειαστεί να κάνουμε μία εγχείρηση. Στη μία περίπτωση ο γιατρός κάνει την αξιολόγηση των εξετάσεων και λέει στον ασθενή χωρίς εξήγηση ότι θα κάνει χειρουργείο. Ο ασθενής σε αυτή την εκδοχή μπορούμε, εάν μπούμε στη θέση του να καταλάβουμε πως θα αγχωθεί περισσότερο με μία τέτοια προσέγγιση. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, εάν ο γιατρός κατανοήσει από πριν τα συναισθήματα του ασθενή και το άγχος του και σκεφτεί πώς θα ήθελε ο ίδιος να ακούσει ένα τέτοιο αποτέλεσμα τότε η προσέγγισή του θα ήταν αρκετά διαφορετική. Αρχικά θα εξηγούσε στον ασθενή με απλούς όρους τα αποτελέσματα των εξετάσεων και έπειτα θα τον καθησύχαζε δίνοντάς του κάποιες πληροφορίες για την εγχείρηση δηλώνοντας παράλληλα πως ο ίδιος είναι εκεί για αυτόν, ώστε να μπορέσει ο ασθενής να νιώσει ασφαλής. Εάν σκεφτούμε τώρα τις δύο αυτές εκδοχές, σίγουρα εάν βρισκόμασταν στη θέση του ασθενή τότε θα προτιμούσαμε την δεύτερη προσέγγιση. Η διαφορά σε αυτές τις δύο προσεγγίσεις είναι ότι στη δεύτερη ο υποθετικός γιατρός επέλεξε να συναισθανθεί πρώτα τον ασθενή του με αποτέλεσμα μία καλύτερη αλληλεπίδραση.
Με παρόμοιο λοιπόν τρόπο θα βελτιωνόταν και η καθημερινή επικοινωνία στις διαπροσωπικές μας σχέσεις εάν εντάσσαμε σε αυτήν όσο μπορούσαμε την ενσυναίσθηση. Δηλαδή, πριν μπούμε στη διαδικασία να εκφράσουμε κάτι να σκεφτούμε πρώτα πώς θα νιώθαμε οι ίδιοι εάν το ακούγαμε στη θέση του απέναντί μας. Με τον τρόπο αυτό και θα εξασκούσαμε την ικανότητά μας για ενσυναίσθηση και θα βελτιώναμε κατά πολύ την επικοινωνία μας και εν συνεχεία τις σχέσεις μας. Ένα ακόμα παράδειγμα σε πιο προσωπικές σχέσεις θα μπορούσε να είναι και μία συζήτηση μεταξύ ενός ζευγαριού. Εάν ο ένας σύντροφος δυσκολευόταν να πει κάτι στον άλλον θα ήταν αρκετά χρήσιμο να κάτσει πρώτα να σκεφτεί πως θα το άκουγε καλύτερα εάν ήταν ο ίδιος στη θέση του και με τον τρόπο αυτό ίσως και να περιορίζονταν τυχόν καβγάδες και λογομαχίες.
Ομοίως λοιπόν και σε κάθε άλλη σχέση, το να προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του άλλου όχι μόνο είναι αυτό που αγγίζει περισσότερο την ανθρώπινη πλευρά μας αλλά ταυτόχρονα μας ωφελεί στο να έχουμε πιο ποιοτικές σχέσεις. Όποτε και όσο μπορεί ο καθένας, γιατί προφανώς δεν θα μπορούσαμε συνεχώς να «φιλτράρουμε» τα λεγόμενά μας, ιδιαίτερα σε στιγμές έντασης και συναισθηματικής φόρτισης, θα ήταν χρήσιμο και ενδιαφέρον να δοκιμάζαμε να επικοινωνήσουμε με τον άλλον με διαφορετικά και να πειραματιστούμε με νέους τρόπους να εκφράσουμε τις σκέψεις μας.
Ερασμία Μώρου-Σμυρνάκη
MSc Clinical and Community Psychology
Συνθετική Ψυχοθεραπεία