Ενηλικίωση και ανάγκες

Share with

Όταν ήμασταν μωρά στην κούνια μας οι ανάγκες μας καλύπτονταν πολύ εύκολα. Όταν πεινούσαμε, διψούσαμε, νυστάζαμε ή πονούσαμε αρκούσε απλά να κλάψουμε και να αφήσουμε αυτούς που μας φρόντιζαν να καταλάβουν τι ακριβώς χρειαζόμασταν για να μας ικανοποιήσουν. Αυτό είναι κάτι πολύ φυσιολογικό για ένα μωρό. Αργότερα μάθαμε να αναγνωρίζουμε τι χρειαζόμαστε και να ξεχωρίζουμε τις ανάγκες μας και όταν πεινάγαμε το δηλώναμε και το κλάμα έγινε αίτημα. Όταν πια μεγαλώσαμε κι άλλο και μπορούσαμε να μαγειρέψουμε μόνοι μας φροντίζαμε να ικανοποιήσουμε εμείς την πείνα μας ή την δίψα μας. Μάθαμε λοιπόν αρχικά να εκφράζουμε δυσφορία που δεν καλύπτεται η εκάστοτε ανάγκη μας, μετέπειτα να την αναγνωρίζουμε και να ζητάμε από άλλους να μας την καλύψουν και στη συνέχεια μάθαμε και να την αναγνωρίζουμε και να την καλύπτουμε μόνοι μας όπου μπορούμε. Αυτή λοιπόν είναι η διαδικασία της ενηλικίωσης ως προς την κάλυψη των αναγκών μας.

Παρόλα αυτά, ορισμένες φορές συμβαίνει να ξεχνάμε κάπως τη διαδικασία αυτή και να βρισκόμαστε στη θέση του μωρού που στεναχωριέται γιατί νιώθει πως κάτι του λείπει αλλά δεν ξέρει τι και ψάχνει κάποιο τρόπο να δηλώσει την δυσφορία του για να το βοηθήσουν. Όταν όμως αυτόν τον τρόπο τον δοκιμάζει ένας ενήλικος άνθρωπος ξενίζει αυτό κάπως στους γύρω του και είναι πιθανό να προκαλεί και προβλήματα στις σχέσεις αλλά και στο ίδιο το άτομο.

Οι ανάγκες ενός μωρού δεν είναι τόσο σύνθετες όσο οι ανάγκες ενός συναισθηματικά ανεπτυγμένου ενήλικα. Για παράδειγμα, μέσα σε ένα ζευγάρι ενός άντρα και μίας γυναίκας, είναι πολύ συχνό φαινόμενο να παρατηρούμε ότι υπάρχει μία ένταση ως προς τα «θέλω» του καθένα που μπορεί να εκφράζεται με την πιο απλή μορφή φράσεων όπως: «δεν με πήρε τηλέφωνο», «δεν μου είπε να βγούμε σήμερα», «δεν έπλυνε τα πιάτα», «δεν με βοηθάει στο σπίτι», «δεν με παίρνει αγκαλιά». Ωστόσο, αν κοιτάξουμε την κάθε φράση και προσπαθήσουμε να την αντιστοιχήσουμε με μία ανάγκη την κάθε μία θα μπορέσουμε εύκολα να τις αντικαταστήσουμε με τις φράσεις: «θέλω να μιλήσουμε στο τηλέφωνο», «θέλω να βγούμε σήμερα», «θέλω να πλύνεις τα πιάτα», «θέλω να μοιράσουμε τις δουλειές, θέλω βοήθεια στο σπίτι», «θέλω αγκαλιά». Αμέσως βλέπουμε ότι αυτές οι φράσεις γίνονται αιτήματα και εάν μπούμε στη θέση του ακροατή τους, ίσως καταλάβουμε ότι ακούγονται λίγο πιο εύκολα από τις προηγούμενες που είχαν τη μορφή παραπόνου.

Ένας άλλος τρόπος να καλυφθούν οι ανάγκες μας αυτές και να τις επικοινωνήσουμε θα ήταν και μέσω της διεκδίκησης. Εάν τις αναγνωρίζαμε και ξέραμε ήδη τι χρειαζόμαστε θα ήταν καλό να κάνουμε και εμείς οι ίδιοι τις ανάλογες πράξεις. Για παράδειγμα, εάν εγώ θέλω να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον άλλον μπορώ να τον καλέσω και ο ίδιος, εάν επιθυμώ να βγω βόλτα μαζί του μπορώ να του το προτείνω και εάν θελήσω αγκαλιά μπορώ να την κάνω. Τι μας εμποδίζει όμως από το να τις κάνουμε πράξη πριν γίνουν παράπονο; Ή ακόμη και από το να ζητήσουμε μία βοήθεια από κάποιον άλλον ώστε να τις καλύψουμε; Οι παράγοντες είναι σίγουρα περισσότεροι από έναν όμως αξίζει να διερευνήσουμε κάποιους από αυτούς. Για να συνεχίσουμε στο ίδιο παράδειγμα, εάν ο ένας σύντροφος χρειάζεται αγκαλιά και δεν πάει από μόνος του να την διεκδικήσει ή έστω να την ζητήσει, είναι πιθανό να παρεμβάλλονται άλλες σκέψεις όπως «γιατί να πάω εγώ; να έρθει μόνος/η του/της». Στο μυαλό μας εκείνη την ώρα αυτό ακούγεται πολύ λογικό γιατί ίσως το έχουμε συνδέσει με πεποιθήσεις όπως «αν το κάνει από μόνος του θα έχει μεγαλύτερη αξία» ή «πρέπει οπωσδήποτε να το καταλάβει από μόνος του» ή «αν δεν το κάνει τώρα που το θέλω εγώ τότε σημαίνει ότι δεν θέλει να το κάνει και άρα δεν με αγαπάει», και πολλοί άλλοι παρόμοιοι συνειρμοί. Ωστόσο, αν και αυτές οι σκέψεις είναι φυσιολογικό να έρχονται αυτόματα και να μας στεναχωρούν, θα ήταν καλό να δούμε μήπως υπάρχουν και κάποιες άλλες εξηγήσεις.

Για αρχή, θα ήταν βοηθητικό να σκεφτούμε το παράδειγμα με το μωρό που κλαίει και τη μητέρα που προσπαθεί να καταλάβει τι ζητάει. Ακόμα και σε αυτήν την φυσιολογική κατάσταση η μητέρα είναι φυσιολογικό να βιώνει μία σύγχυση μέχρι να καταλάβει τι ζητάει το μωρό της και αργότερα μέσω δοκιμών το βρίσκει μέσα από λίγες επιλογές και προσπαθεί να το ικανοποιήσει. Ωστόσο, εάν το συγκρίνουμε με δύο συντρόφους σε μία ενήλικη σχέση θα δούμε ότι αυτός ο μηχανισμός για να δουλέψει απαιτείται αρκετά μεγαλύτερη δυσκολία. Εάν το ένα άτομο χρειάζεται κάτι και δεν γνωρίζει τι είναι και απλά εκφράσει την δυσφορία του, τότε ο απέναντι βρίσκεται σε μία θέση όπου του ζητείται να ψάξει να καταλάβει τον λόγο της δυσφορίας και στη συνέχεια να κάνει ότι μπορεί για να την εξαφανίσει. Η επιλογές που χρειάζεται να ψάξει για να δοκιμάσει όμως είναι, όπως προαναφέρθηκε, πολύ πιο πολύπλοκες για έναν ενήλικο γιατί δεν περιορίζεται μόνο στις βιολογικές, φαγητό, νερό κλπ. Οι ανάγκες ενός ενήλικου είναι αρκετά πιο ποικιλόμορφες ακόμα και αν συνάδουν με αυτές ενός μωρού, όπως ενδεικτικά η ανάγκη για φροντίδα. Ένα μωρό την λαμβάνει μέσω μιας αγκαλιάς ή της τροφής και της περιποίησης, ενώ ένας ενήλικος μπορεί να τη χρειάζεται με πιο σύνθετους τρόπους ανάλογα με τις συναισθηματικές του ανάγκες, όπως μια βόλτα, μία διευκόλυνση ή μια κίνηση διεκδίκησης, όπως και στα παραδείγματα με τις φράσεις που ειπώθηκαν προηγουμένως. Για τον λόγο αυτό λοιπόν είναι αρκετά δύσκολο στον απέναντι να μπορέσει να απαντήσει στην εκάστοτε ανάγκη γιατί ίσως δεν μπορέσει να την μαντέψει σωστά με αποτέλεσμα να υπάρχει και στη σχέση μία δυσφορία αλλά και στο άτομο με την ανάγκη, καθότι αυτή δεν του καλύπτεται εν τέλει. Επομένως, μία απάντηση στην ερώτηση «γιατί δεν το κάνει από μόνος του και πρέπει να το ζητήσω;» θα ήταν «γιατί δεν μπορεί να ξέρει ακριβώς τι χρειάζεται για να βοηθήσει».

Για την διευκόλυνση λοιπόν και των δυο ατόμων που θα μπορούσαν να βιώνουν μία τέτοια κατάσταση θα ήταν καλό να γίνεται ένα βήμα πίσω και να αναρωτιόμαστε για κάποια πράγματα που μας δυσανασχετούν. Ακόμη και το να περιμένουμε από τον άλλον να αναγνωρίσει τι χρειαζόμαστε από μόνος του είναι και αυτό μία ανάγκη για φροντίδα. Συνεπώς για την καλύψουμε θα μπορούσαμε να πάρουμε από την ανάποδη τα τρία στάδια που μάθαμε με την ενηλικίωση. Άρα αρχικά αν μπορώ την καλύπτω μόνος μου, αν δεν μπορώ την κάνω αίτημα και την ζητάω και εάν φτάσει σε σημείο παρόλα αυτά να μην καλυφθεί και μου προκαλείται δυσφορία τότε μπορώ να το εκφράσω ως ενήλικος και όχι σαν μωρό. Αυτό είναι κάτι που όλοι μπορούν να το καταφέρουν εάν το εξασκήσουν και κυρίως για να μπορέσουν να είναι οι ίδιοι πιο «καλυμμένοι».

Ερασμία Μώρου-Σμυρνάκη

MSc Clinical and Community Psychology

Συνθετική Ψυχοθεραπεία

5/5