Η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση με τους άλλους, αν και ακούγεται κάτι συνηθισμένο και αυτονόητο, δεν είναι πάντα εύκολη. Κάποιες φορές οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε πώς να εκφράσουμε στον απέναντί μας αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, άλλες φορές περιπλέκονται τα συναισθήματά μας και μας «μπλοκάρουν» και άλλες πάλι δοκιμάζουμε να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε αλλά δεν λέμε την ολοκληρωμένη σκέψη μας με αποτέλεσμα η επικοινωνία μας να μην είναι ουσιαστική.
Ωστόσο, είναι συχνό σε όλους μας να ολοκληρώνουμε συχνά στο μυαλό μας υποθετικούς διαλόγους με κάποιο άτομο. Είναι αρκετά γνωστό παράδειγμα αυτού είναι μετά από έναν καυγά με ένα άλλο άτομο καθόμαστε και σκεφτόμαστε «θα μπορούσα να του έχω πει αυτό» και άλλα παρόμοια. Κάποιες φορές όμως οι νοητοί αυτοί διάλογοι γίνονται και πριν από μια πραγματική συζήτηση, εάν καταφέρει να γίνει εν τέλει αυτή. Σκέψεις όπως «αν του πω αυτό θα μου πει εκείνο» ή και αμφιβολίες για το «τι θα μου απαντήσει αν πω αυτό;» που έρχονται με έναν φόβο για την έκβαση και τις συνέπειες που μπορεί να έχουν τα λόγια μας μπορεί καμιά φορά να μην είναι και τόσο βοηθητικές. Ιδιαίτερα όταν μας αποτρέπουν από το να πούμε όσα σκεφτόμαστε και είτε λέμε τα μισά, είτε τα λέμε «ωραιοποιημένα», σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα, είτε δεν τα λέμε και καθόλου. Τι κόστος έχει όμως αυτό στην καθημερινότητά μας και στις ανθρώπινες σχέσεις μας;
Για να απαντηθεί μία τέτοια ερώτηση αρκεί να σκεφτεί κάποιος έναν άνθρωπο που συνέχεια κάνει διαλόγους στο κεφάλι του και είτε ματαιώνεται είτε φοβάται το τι θα έχει να αντιμετωπίσει και τελικά δεν κάνει καθόλου πραγματικούς διαλόγους. Όταν όμως αυτό γίνεται συνεχόμενα τότε γίνεται και συνήθεια και πλέον το άτομο «συνηθίζει» να επικοινωνεί με τους γύρω του μόνο σε νοητό επίπεδο με αποτέλεσμα την εσωτερίκευση των σκέψεων και συναισθημάτων που ήταν για να «βγουν» προς τα έξω και στη συνέχεια πιθανώς και την σταδιακή απομόνωση από τους άλλους.
Κάποιες φορές είναι πιθανό να υπεραναλύουμε το τι θέλουμε να πούμε και τον τρόπο που θα το πούμε στους άλλους ίσως με τον φόβο ότι θα το καταλάβουν αλλιώς, ότι θα τους πληγώσουμε, ότι θα τους θυμώσουμε ή ότι θα τους προσβάλλουμε. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε συνειδητά, αυτές οι πιθανότητες μας τρομάζουν τόσο πολύ ώστε να μας μπλοκάρουν στο να μην πούμε αυτό που σκεφτόμαστε γιατί έχουμε συνδυάσει αυτές τις πιθανές εκβάσεις με το να χάσουμε τον άλλον και να απομακρυνθούμε από αυτόν ή άλλες αντιδράσεις που πηγάζουν από εσωτερικούς μας φόβους για τις σχέσεις. Την απομάκρυνση όμως εν τέλει πραγματοποιούμε έτσι κι αλλιώς με την στάση μας να μην προβούμε καν σε διάλογο. Είναι βοηθητικό αντί να λογοκρίνουμε τον εαυτό μας και όσους εσωτερικούς υποθετικούς διαλόγους και εάν κάνουμε μόνοι μας μόνο ένας πειραματισμός με το να πούμε αυτό που νιώθουμε και σκεφτόμαστε θα μας δείξει το πώς πραγματικά θα αντιδρούσε ο άλλος. Ακόμα και εάν αυτή η αντίδραση μας τρομάξει ή μας θυμώσει ή μας στεναχωρήσει και πάλι παραμένει μία ειλικρινής και πραγματική συνδιαλλαγή και επαφή με τον απέναντί μας.
Εάν λοιπόν ξεπεράσουμε το εμπόδιο αυτού του φαύλου κύκλου, να σκεφτόμαστε στο μυαλό μας το πώς θα μπορούσαν να πάνε οι διάλογοι, το πώς θα «ωραιοποιήσουμε» τα λόγια μας και να προσπαθούμε να ζυγίσουμε το πόσα μπορούμε να πούμε, θα ήταν πιο ειλικρινές τόσο ως προς τους άλλους όσο και για τον εαυτό μας να μπαίναμε στη διαδικασία να δούμε τι είναι αυτό που νιώθουμε και θέλουμε να εκφράσουμε, να παίρναμε μία ανάσα και μετά να το εκφράσουμε όπως το σκεφτόμαστε και το νιώθουμε. Η αντίδραση του απέναντί μας είναι δική του υπόθεση και οφείλουμε να του δώσουμε την ευκαιρία να μας τη δείξει. Ακόμη και εάν μας φαίνεται ρίσκο, είτε βγει κάποια διαφωνία ή ένταση είτε κάποια συμφωνία θα είναι σίγουρα πιο παραγωγικό από το τίποτα. Μπορούμε να επιλέξουμε λοιπόν είτε να επενδύσουμε στην επικοινωνία και στη σχέση μας είτε να την μουδιάσουμε. Είναι σημαντικό όμως να θυμόμαστε πως εάν η σχέση δεν έχει επικοινωνία τότε αυτό που επικρατεί είναι το τίποτα. Για το λόγο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τους ενδοιασμούς μας και να δουλέψουμε με τον εαυτό μας στο να εκφραζόμαστε ειλικρινά ως προς τις σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας στον άλλον δίνοντάς του έτσι το δικαίωμα να αλληλεπιδράσει και να επικοινωνήσει μαζί μας ή αν θα προτιμήσουμε να τις κρατήσουμε για τον εαυτό μας και εν τέλει να μείνουμε μόνο με αυτές και τον εαυτό μας.
Ερασμία Μώρου-Σμυρνάκη
MSc Clinical and Community Psychology
Συνθετική Ψυχοθεραπεία