Όταν τελειώνει μία ζωή, αλλά όχι η δική σου.

Share with

Απώλεια. Δυστυχώς δεν ξεφεύγει κανείς μας από αυτήν. Έχουμε πολύ γνώριμες εικόνες ατόμων που έχουν χάσει πολύ κοντινά τους πρόσωπα και οι συνηθέστερες από αυτές είναι άτομα που κλαίνε, ντύνονται στα μαύρα και κλείνονται από τον έξω κόσμο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, πίνοντας, καπνίζοντας και όλα αυτά τα κινηματογραφικά. Τι γίνεται όμως όταν παίρνει άλλη μορφή αυτός ο πόνος; Πώς να μοιάζει άραγε;

Το πένθος, αν και είναι συνδυασμένο με τον θρήνο, δεν συναντάται πάντα με αυτήν την μορφή. Όταν ένας άτομο χάνει κάποιον πολύ κοντινό του, κάποιες φορές ο πόνος είναι αρκετά μεγάλος για να μπορέσει να εκφραστεί μόνο με το κλάμα ή ακόμα και να μπορέσει να εκφραστεί γενικότερα. Όποια μορφή και αν έχει η απώλεια, δεν παύει να είναι μία απουσία ενός ατόμου που ήταν για αρκετό καιρό παρόν και μετά ξαφνικά δεν είναι. Η αλλαγή αυτή από μόνη της είναι κάτι πολύ δύσκολο και επίπονο να το συνειδητοποιήσει και να το βιώσει ένας άνθρωπος. Η ίδια η συνειδητοποίηση ότι το άτομο που μέχρι χθες είχαμε στη ζωή μας τώρα δεν υπάρχει πλέον είναι από τα πιο δύσκολα βήματα και ίσως χρειάζεται αρκετό καιρό για να μπορέσει κάποιος να τη διαχειριστεί.

Μετά από τα πρώτα σοκ έρχεται και μία περίοδος που η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και τότε είναι που κάποιους τους δυσκολεύει περισσότερο. Είναι επίπονο η καθημερινότητα να συνεχίζεται κανονικά όπως πριν αλλά με μία τέτοια αλλαγή. Εικόνες και συνήθειες που έμοιαζαν καθημερινές μετά αποκτούν ένα βάρος και είναι πιθανό να έρχονται με την παρέα αναμνήσεων, είτε καλών είτε κακών καθώς και οι δύο πονάνε εφόσον συνδέονται με τη συνειδητοποίηση της απουσίας. Ακόμα και ένα απλό αντικείμενο ή φράση μπορεί να φέρει έναν συνειρμό που συνήθως καταλήγει στην υπενθύμιση ότι το αγαπημένο μας άτομο δεν είναι πια κοντά μας. Μπορεί να μοιάζει απλό και υπερβολικό, όμως για έναν άνθρωπο που βιώνει τέτοιο ενδόμυχο πόνο είναι πραγματικότητα και αρκετά επίπονη. Το άτομο είναι πιθανόν να συνεχίζει τις καθημερινές του ασχολίες αλλά η προσπάθεια που να καταβάλλει για να τις φέρει εις πέρας να είναι η τριπλάσια, κάτι που μπορεί να αυξάνει το  αίσθημα κούρασης και μελαγχολίας είναι από τα πιο χαρακτηριστικά συναισθήματα σε τέτοιες καταστάσεις.

Εάν μπορέσουμε να το κατανοήσουμε με κάποιο τρόπο, θα φανεί αρκετά λογικό για ένα άτομο που βιώνει πένθος να αισθάνεται κουρασμένος. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα άτομο καταβάλει τεράστια ενέργεια για να διαχειριστεί την στεναχώρια του, να προσπαθήσει να συνειδητοποιήσει τη νέα κατάσταση, να προσαρμοστεί σε αυτήν αλλά και να κρατήσει με κάποιο τρόπο τον δεσμό που είχε με το αγαπημένο του πρόσωπο. Αυτή η διαδικασία από μόνη της μοιάζει να είναι αρκετά ψυχοφθόρα, πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από μία σειρά αρνητικών σκέψεων και μικτών συναισθημάτων.

Για παράδειγμα, η καθημερινότητα ενός ατόμου που πενθεί μπορεί με μία πρώτη ματιά να μην έχει αλλάξει και πολύ, να ξυπνάει, να παίρνει το πρωινό του, να πηγαίνει στη δουλειά του, να γυρνάει, να συναναστρέφεται με τους κοντινούς του ανθρώπους, αργότερα να ασχολείται με τις δραστηριότητές του και μετά να κοιμάται. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να το δούμε και από μια πιο βαθιά σκοπιά. Το άτομο όταν ξυπνάει, είναι ήδη κουρασμένο καθώς ο ύπνος αυτός δεν είναι και ο πιο ποιοτικός λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης, μπορεί να είναι διακεκομμένος, λίγος σε διάρκεια ή και ανήσυχος, συνεπώς το ξύπνημα γίνεται δύσκολα και μετά από καταβολή προσπάθειας. Το πρωινό του μπορεί να είναι δύσκολο στην κατάποση καθώς η όρεξή του έχει αλλάξει και άρα να τρώει με το ζόρι. Η δουλειά μπορεί να μοιάζει να βοηθάει λίγο για να ξεχαστεί από τις σκόρπιες εικόνες, αναμνήσεις και σκέψεις που μπορεί να έχει μέσα στη μέρα το άτομο, όμως μπορεί επίσης να είναι και διπλάσια κουραστική καθώς υπάρχουν ακόμα οι ίδιες απαιτήσεις όμως αρκετά λιγότερη ενέργεια για να ανταπεξέλθει το ίδιο σε αυτές, άρα αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα κούρασης. Ακόμα και η συναναστροφή με τους κοντινούς του ανθρώπους μπορεί να μην είναι το ίδιο ποιοτική όσο ήταν πριν, καθώς ο άνθρωπος που πενθεί δεν μπορεί να ανταπεξέλθει πλήρως σε έναν άλλον δεσμό πέρα από αυτόν που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό, μπορεί να αφαιρείται από τη συζήτηση ή και να μην μπορεί να επενδύσει συναισθηματικά. Εν τέλει, η ώρα που τελειώνει η ημέρα και ο ίδιος πάει να κοιμηθεί θα περίμενε κανείς πως θα είναι εύκολη καθώς με τόση συσσωρευμένη κούραση θα κοιμόταν γρήγορα, όμως όταν ο ίδιος ξαπλώνει στο κρεβάτι είναι σχεδόν βέβαιο πως θα αρχίσουν πέρα από την κούραση να συσσωρεύονται και διάφορες σκέψεις που θα τον απασχολούν, οι οποίες μπορούν να πάρουν μορφή βαριάς νοσταλγίας, ενοχών, στεναχώριας, άγχους ή και φόβου καθότι ο χαρακτήρας τους μπορεί να είναι είτε υπαρξιακός, με αντίστοιχα ερωτήματα και ανησυχίες, είτε να είναι αναμνήσεις που ακόμα και ευχάριστε μπορεί να πονούν γιατί αυξάνεται το αίσθημα της απώλειας, είτε και δυσάρεστες όπως ένας τσακωμός που τώρα μοιάζει ανούσιος αλλά η συνειδητοποίηση αυτού μπορεί απλά να αυξάνει τις ενοχές, είτε και τυχαίες σκέψεις συνειδητοποιήσεων για το πώς θα είναι το «μετά» χωρίς το αγαπημένο άτομο.

Εν συντομία, με ένα απλό παράδειγμα μπορούμε να κατανοήσουμε το πόσο ένα τέτοιο άτομο πονάει και το γιατί κουράζεται εάν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε την καθημερινότητά μας με μία φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού μας να μας λέει πως «δεν υπάρχει πλέον στη ζωή σου έναν άνθρωπος που αγάπησες» και παρόλα αυτά να πρέπει να βρούμε το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσουμε όλες τις ασχολίες που κάναμε μαζί με αυτήν την φωνή. Το δυστυχέστερο είναι πως με τον καιρό είναι πιθανό να μην φύγει ο πόνος τελείως, ιδιαίτερα αν ήταν αρκετά αγαπητό μας πρόσωπο, αλλά απλά να μειωθεί και να μάθουμε να ζούμε με αυτή την φωνή που μας τον υπενθυμίζει. Με τον καιρό αυτό που καλείται να διαχειριστεί το άτομο δεν είναι να φύγει τελείως ο πόνος, γιατί αυτό ίσως δεν είναι δυνατόν, αλλά να μάθει να τον αντέχει ώστε να τον συνηθίσει και να μειωθεί για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητά του. Μία μεγάλη βοήθεια στο να το καταφέρει κάποιος αυτό είναι η διατήρηση του δεσμού με αυτό το άτομο ακόμα και μετά την απώλειά του με την θύμηση του. Οι εικόνες που κρατάμε από τα αγαπημένα μας άτομα που δεν είναι εν ζωή είναι ένας τρόπος να μένουμε συνδεδεμένοι με αυτά και συνεπώς να μειώνεται και ο πόνος της απώλειας. Άλλωστε οφείλουμε και στον εαυτό μας αλλά και στους γύρω μας να βρούμε όσους μηχανισμούς μας βοηθάνε και να τους χρησιμοποιήσουμε για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να πάμε παρά κάτω, έστω και με αργά και βαριά βήματα.

Μπορεί η ζωή ενός αγαπημένου μας να τελείωσε όμως η δικιά μας συνεχίζεται και καλούμαστε να συνεχίσουμε μαζί της, όσο δύσκολο και εάν είναι αυτό και όση προσπάθεια και εάν χρειάζεται να καταβάλουμε για να το καταφέρουμε.

Ερασμία Μώρου-Σμυρνάκη

MSc Clinical and Community Psychology

Συνθετική Ψυχοθεραπεία